σιδεροστιά

σιδεροστιά
η
πυροστιά: Έβαλε το τσουκάλι στη σιδεροστιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σιδεροστιά — η, Ν η πυροστιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο (βλ. σιδηρο ) + στια (< εστία), πρβλ. πυρο στιά] …   Dictionary of Greek

  • εμπυριβήτης — ἐμπυριβήτης, ο (Α) [εν, πυρ, βαίνω] τρίποδας που τοποθετείται πάνω στη φωτιά, κν. σιδεροστιά, πυροστιά («τῷ μὲν νικήσαντι μέγαν τρίποδ ἐμπυριβήτην», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… …   Dictionary of Greek

  • πυροστιά — η 1. πυροστάτης, αλλ. σιδεροστιά. 2. ως κύρ. όν., Πυροστιά ο αστερισμός του Ηνίοχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”